- μαχίμου
- μάχιμοςfit for battlemasc/neut gen sgμάχιμοςfit for battlemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μάχιμος — η, ο (ΑM μάχιμος, ον και μάχιμος, η, ον) 1. ικανός, επιτήδειος για μάχη, πολεμικός, αξιόμαχος («αἱ μάχιμοι μυριάδες», Ηρόδ.) 2. πολίτης ικανός για πόλεμο, οπλίτης, στρατιώτης νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει σε στρατιωτικό σώμα ή σε στρατιωτική δύναμη … Dictionary of Greek
μαχιμότητα — η [μάχιμος] η ιδιότητα τού μάχιμου, η ικανότητα ή καταλληλότητα κάποιου να πάρει μέρος σε μάχη … Dictionary of Greek
ναύαρχος — ο (ΑΜ ναύαρχος, Μ και ναυάρχος) ο διοικητής τού στόλου νεοελλ. 1. βαθμός ανώτατου μάχιμου αξιωματικού τού Πολεμικού Ναυτικού που φέρει μόνον ο αρχηγός τού Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμύνης εφ όσον προέρχεται από το Πολεμικό Ναυτικό 2. ο… … Dictionary of Greek
Πρόδρομος, Θεόδωρος — Λόγιος των χρόνων της βυζαντινής δυναστείας των Κομνηνών, πιθανός δημιουργός των προδρομικών (ή πτωχοπροδρομικών) ποιημάτων. Kέρδισε τη συμπάθεια των αυλικών κύκλων και του ίδιου του αυτοκράτορα –του Ιωάννη (1118 – 1143) και αργότερα του γιου του … Dictionary of Greek